- μαγγανίζω
- μετ.1) каландрировать; лощить, катать; 2) прессовать, давить (прессом); 3) перен. притеснять, угнетать, мучить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγγανίζω — και μαγκανίζω [μάγγανο] 1. βάζω ή σφίγγω κάτι στο μάγγανο, περνώ κάτι από το μάγγανο 2. συνθλίβω, συμπιέζω, συσφίγγω, μαγγώνω 3. μτφ. στενοχωρώ, βασανίζω … Dictionary of Greek
αμαγγάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος 2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο) 3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
μαγγάνισμα — το [μαγγανίζω] 1. πίεση, σύνθλιψη, σφίξιμο με μάγγανο 2. τεχνολ. μέθοδος συμπίεσης ή λείανσης τής επιφάνειας υφασμάτων, κυρίως, με τη χρήση μαγγάνου … Dictionary of Greek
μαγκανίζω — βλ. μαγγανίζω … Dictionary of Greek